- Πέργαμ'
- Πέργαμα , Πέργαμονcitadelneut nom/voc/acc plΠέργαμε , Πέργαμοςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέργαμ' — πέργᾱμαι , περί γαμέω D Deor. aor imperat mid 2nd sg (doric) πέργᾱμα , περί γαμέω D Deor. aor ind act 1st sg (doric) πέργᾱμε , περί γαμέω D Deor. aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναζαρηνός — ή, ὁ (Μ Ναζαρηνός, ή, όν) 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, Ναζωραίος 2. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζαρηνοί μέλη τής Αδελφότητας τού Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές τού 19ου αιώνα νεαροί… … Dictionary of Greek
ποταμηνή — ἡ, Α θεότητα τού ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός (πρβλ. Πέργαμος Περγαμ ηνή)] … Dictionary of Greek
σοδομηνός — ή, όν, ΜΑ αυτός που ανήκει στα Σόδομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σόδομα + κατάλ. ηνός (πρβλ. Περγαμ ηνός)] … Dictionary of Greek